Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Για τον Άγιο Πορφύριο


 

Ήταν άγιος εκείνο το γλυκό, υπομονετικό γεροντάκι που σεβάστηκε πάντα την άρνησή μου να ακούω συμβουλές τύπου Κατηχητικού και δε μου έδωσε ποτέ καμιά τέτοια συμβουλή; Ήταν Άγιος λοιπόν! Κι εγώ νοιώθω ανόητη γιατί πάντα ήξερα ότι ήταν Άγιος, κι όμως τον φοβόμουν. Ένα παιδί ήμουν όταν τον γνώρισα, με όλα τα θέματα που έχει ένα παιδί που μπαίνει σε μια άγρια μαύρη εφηβεία. Ένα παιδί, μεγαλωμένο με χριστιανικές αρχές που όμως ήθελε να τις γκρεμίσει γιατί δεν του άρεσαν, δεν το ικανοποιούσαν, το καταπίεζαν.
Πηγή : Συνοδοιπορία
Τέτοιο παιδί ήμουν όταν γνώρισα το Γέροντα, γι’ αυτό και καταπιεζόμουν όταν έπρεπε να ακολουθήσω την οικογένειά μου που λαχταρούσε να τον επισκεφτεί. Εκείνα τα Κυριακάτικα μεσημέρια όταν έπρεπε να βγάλω τα αγαπημένα μου τζιν και να φορέσω τη φούστα για να πάω να του φιλήσω το χέρι με εξόργιζαν. Τη θυμάμαι αυτή την οργή που έσκαγε μέσα μου σιωπηλά – γιατί δεν τολμούσα να πω ότι δεν ήθελα να τον δω. Δεν τολμούσα γιατί μέσα μου ήξερα ότι ήταν Άγιος- πώς να αρνηθώ την ευχή ενός τέτοιου ανθρώπου; Κι από την άλλη τον φοβόμουν που ήταν Άγιος. Στην αρχή φοβόμουν γιατί ένοιωθα ότι ήξερε τις σκέψεις και τις πράξεις μου και έτρεμα μην τις αποκάλυπτε στη μαμά μου... Κι όταν κατάλαβα ότι δεν αποκάλυπτε τίποτα, πάλι τον φοβόμουν γιατί πίστευα ότι με έκρινε για όσα είχα κάνει, όσα είχα πει, για ότι ήμουν, ότι δε με ενέκρινε για φιλαράκι του – και γιατί να το έκανε άλλωστε; Είχε ήδη εγκρίνει για φιλαράκια του την αδερφή μου, τη μαμά μου, το μπαμπά μου. Σ’ εκείνους μιλούσε, τους καλωσόριζε, τους έδινε το σταυρό που κρατούσε στο χέρι να τον φιλήσουν. Σε μένα δεν το έκανε... δεν άπλωνε το χέρι να του το φιλήσω... πλησίαζα μόνη μου, τρομαγμένη, καταπιέζοντας τον εαυτό μου να το κάνω και πάντα έφευγα με τρόμο ότι δεν με είχε δεχτεί. Ώσπου ένα μεσημέρι Σαββάτου , η μαμά μου ζήτησε επιτακτικά να ετοιμαστώ για να πάμε στο Γέροντα. Ήθελα να της πω ότι δεν ήθελα να έρθω μα δεν τόλμησα. Κι έτσι φώναξα ότι ήθελα να έρθω με το παντελόνι. Η μαμά μου ήταν ανένδοτη κι έτσι μπήκα οργισμένη στο δωμάτιό μου και πίσω από την ασφάλεια της μοναξιάς μου τον έβρισα. Τον έβρισα τόσο, που μετά από τόσα χρόνια ακόμα ντρέπομαι για όσα είπα μονάχη στο δωμάτιό μου. Μετά, βγήκα φορώντας τη φούστα μου, μπήκα στο αυτοκίνητο, σιωπηλή και πάντα με την ίδια οργή μέσα μου. Όταν φτάσαμε στο κελάκι του, μπήκαμε όλοι μέσα – εγώ απλά τυπικά θα του φιλούσα το χέρι και θα έφευγα τρέχοντας έξω. Εκείνο το απόγευμα ήταν η πρώτη φορά που με χαιρέτησε με το όνομά μου. Έλα Μάρω μου είπε και μου άπλωσε το χέρι. Θεέ μου πόσο μου άρεσε που άκουσα τη φωνή του να με λέει όπως με φώναζαν οι φίλοι μου! Και πόση ανακούφιση αισθάνθηκα, με την υποδοχή του! Ασφαλώς για να με υποδεχτεί έτσι για πρώτη φορά, ενώ εγώ είχα ξεσπάσει εναντίον του στο δωμάτιό μου, μάλλον δεν ήταν Άγιος. Μάλλον δεν ήξερε τι είχα πει...

Κι εκεί που πήγα μια ανάσα ανακούφισης τον άκουσα να μου λέει στοργικά- πολύ στοργικά:Μάρω θα μπορούσες να βγεις λίγο έξω, για να μιλήσω στο μητέρα σου; Καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί εκείνη την ώρα! Ήμουν σίγουρη ότι, ως Άγιος, όχι μόνο είχε ακούσει όλα όσα είχα ψιθυρίσει, αλλά θα τα έλεγε όλα στη μαμά μου! Βγήκα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή κι όση ώρα περίμενα απ έξω είχα ετοιμάσει στη σκέψη μου την άμυνά μου: είχα φορτώσει κι ήμουν έτοιμη για μάχη! Κι όμως καμιά μάχη δε συνέβη. Δεν ξέρω τι της είπε, ξέρω όμως ότι όταν βγήκε από το κελάκι η μαμά μου μού ζήτησε συγγνώμη χωρίς να μου εξηγήσει γιατί. Ξέρω ακόμα ότι δεν μου επέβαλε ποτέ ξανά να πάω μαζί τους στο Γέροντα. Μόνη μου πήγαινα, από ντροπή, γιατί δεν άντεχα στην ιδέα ότι δεν ήθελα να πάω, γιατί ζήλευα τη σχέση που είχε η αδερφή μου μαζί του κι ας μην τον πήγαινα! Ήθελα να τον αγαπάω κι ας μην τον αγαπούσα. Ήθελα να ένοιωθα την ευλογία του κι ας μην την ένοιωθα! Ήθελα να με θεωρήσει φιλαράκι του κι ας μην αισθανόμουν ότι ήταν δικός μου φίλος. Έπρεπε να βγω από το σκοτάδι της εφηβείας μου για να καταλάβω με ντροπή ότι εκείνος με είχε αποδεχτεί, έτσι όπως ήμουν. Κατάλαβα πως όταν δεν μου άπλωνε το χέρι να το φιλήσω, το έκανε όχι από αποδοκιμασία αλλά από αποδοχή. Στη μεταξύ μας σχέση εκείνος ήταν ο ειλικρινής κι εγώ η ψεύτικη. Εγώ πλησίαζα κι ας μην ήθελα, εκείνος όμως δεν άπλωνε το χέρι επειδή σεβόταν το φόβο και την αντίδρασή μου. Εγώ καταπίεζα τη Μάρω, ενώ εκείνος την αποδεχόταν κι έκανε αυτό που η Μάρω ήθελε... Ακόμα και την οργή μου εκείνος την ερμήνευε σαν προσευχή. Δε μου έκανε καμιά νύξη για το Χριστό, δε μου έδωσε καμιά συμβουλή, δε μου μίλησε για θαύματα για να με πείσει. Κι όμως ξέρω πια ότι αυτή η σιωπή ήταν η πιο τρανή απόδειξη ότι με είχε αποδεχτεί σα φιλαράκι του, έτσι όπως ήμουν. Ίσως γι’ αυτό ήταν ο μόνος που δεν αντέδρασε όταν πέρασα στη Θεολογία. Όλοι οι άλλοι, φίλοι συγγενείς θορυβήθηκαν: Η Μάρω στη Θεολογία? Ακόμα κι εγώ η ίδια δεν ήξερα γιατί είχα βάλει τη Θεολογία ως πρώτη επιλογή. Εκείνος όμως δεν είπε τίποτα. Ούτε με συνεχάρη, ούτε θριαμβολόγησε. Κράτησε την ίδια σιωπηλή, ξεκάθαρη στάση που επιθυμούσε η ψυχή μου. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι βλέποντας το αγρίμι μέσα μου, με ανέθεσε απευθείας στο Θεό κι αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη απόδειξη ότι με ένοιωθε φιλαράκι του...

Αυτή τη σχέση την παθιασμένη την είχα με το Γέροντα ως το τέλος. Εγώ δε μαλάκωσα ποτέ κι εκείνος δεχόταν πάντα την ορμή μου σαν δείγμα αγάπης. Τον ξαναπρόσβαλα το Γέροντα, άλλη μια φορά και πάλι πίσω από την πλάτη του – ως γνήσια θρασύδειλη! Πάλι Σάββατο ήταν κι εγώ ήμουν φοιτήτρια πια και είχα εξεταστική. Τη Δευτέρα έδινα μάθημα και στις 9 το βράδυ του Σαββάτου έμαθα ότι είχα διαβάσει λάθος ύλη. Πανικοβλήθηκα κι όταν η μαμά μου προσπαθώντας να με ηρεμήσει μου είπε «Βρε τι σκας? Αφού έχεις το Γέροντα!», εγώ έγινα ηφαίστειο που έσκασε: «Δε μας παρατάς με το Γέροντά σου! Τι να μου κάνει τωρα ο Γέροντας;» Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο κι όταν άκουσα τη μαμά μου να λέει: Γέροντα!... ναι εδώ είναι η Μάρω. Δίπλα μου!» ήθελα να έχει το πάτωμα μια καταπακτή για να χωθώ μέσα! Σα βρεμένο γατί πήρα το ακουστικό και η φωνή μου που τόσο σθεντόρια τον είχε αμφισβητήσει, τώρα είχε γίνει ψίθυρος. Την απορία του δε θα την ξεχάσω ποτέ: «Άραγε, ποια από τις δυο σας με επικαλέστηκε στ’ αλήθεια;» με ρώτησε, σα να ήθελε να με διαβεβαιώσει ότι εκείνος ως Άγιος δεν άκουγε λόγια του στόματος αλλά της ψυχής... «θα μπορούσες να έρθεις αύριο να διαβάσεις εδώ;» με ρώτησε με μια ευγένεια που όμοιά της δεν έχω συναντήσει. Είπα ναι, όλο ντροπή και χωρίς άλλα λόγια έκλεισε το τηλέφωνο. Το άλλο πρωί στις 7 ήμουν με τους γονείς μου στη Μαλακάσα. Ο Γέροντας είχε δώσει εντολή να ανοίξουν ένα γραφείο για να περιμένω- κι ας είχε λειτουργία στο Ναό. Εκείνος με αποδεχόταν όπως ήμουν... Όταν με δέχτηκε στο κελάκι, μετά τις 10, πάλι δεν είχε πολλά λόγια: «Αχ και να πίστευες λίγο! 10 θα έγραφες!» μου είπε απαλά κι άνοιξε το βιβλίο τέσσερις φορές. «δεν πειράζει όμως. Και το 5 καλό είναι!»

Από τα τέσσερα θέματα διάβασα τα δύο. Τα άλλα τα βρήκα ανούσια και χαζά! Έπεσαν και τα τέσσερα κι εγώ πήρα 5! Καλό ήταν! Καλό μου έκανε! Άλλωστε πάντα με το Γέροντα 5 έπαιρνα. Το παραπάνω δεν το αντέχω, ούτε το αξίζω και το ξέρω. Μου αρκεί όμως αυτό το 5... με κάνει να νοιώθω ότι τον έχω κοντά μου κι αυτό μου αρκεί. Όσο για το ότι είναι Άγιος; Το ξέρω μα δε το αντέχει το μυαλό μου... ο γέροντας ήταν άγιος πάντα , μόνο ένας Άγιος θα άντεχε κάποιαν σαν εμένα. Για μένα είναι Άγιος μα παραμένει ο Γέροντας, ο δικός μου Γέροντας, αυτός που χρησιμοποιεί την απιστία και τον εγωισμό και την αμφιβολία μου ως μέσα για να επικοινωνήσει μαζί μου. Είναι ο Γέροντας που δε με μάλωσε ποτέ, δε με κολάκεψε ποτέ, δε με εγκατέλειψε ποτέ μα μόνο με τα εντελώς απαραίτητα λόγια. Είναι ο Γέροντας που δε μου απαντά όταν απευθύνομαι σ’ αυτόν από υποκριτικό καθωσπρεπισμό και που με καλωσορίζει πάντα όταν του μιλάω απλά ως Μάρω...

www.istologio.org

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ



 Παρασκευή, 10 Ιανουάριος 2014 08:12  sophia-siglitiki.blogspot.gr

Η βασιλεία του Θεού έχει πόρτα χαμηλή.
 Για να μπεις πρέπει ή να είσαι παιδί ή να σκύψεις. (Άγιος Αυγουστίνος)

Ένα ψυχωφελές απόσπασμα για την καθημερινή μας ζωή θα διαβάσουμε αγαπητοί αναγνώστες, από την ομιλία του πατρός Αντωνίου Στυλιανάκη στην επιστημονική διημερίδα «Ο Ορθόδοξος Χριστιανός στην εποχή του άγχους» του τομέως Επιστημόνων του παραρτήματος Θεσσαλονίκης.

 Μπορεί η ίδια η πνευματική ζωή να δημιουργήσει με κάποιο τρόπο άγχος σε έναν άνθρωπο;
 Ναι, όταν προσπαθεί να συνδυάσει τα κοσμικά με τα πνευματικά! Ας ακούσουμε τι λέει ο γέροντας Παΐσιος:

 «Όσο μπορείτε στις δουλειές σας καρδιά να μη δίνετε. Χέρια, μυαλό να δίνετε. Καρδιά να μη δίνετε σε χαμένα, σε άχρηστα πράγματα. Γιατί μετά πώς θα σκιρτήσει η καρδιά για το Χριστό; Όταν η καρδιά είναι στο Χριστό τότε αγιάζονται και οι δουλειές, υπάρχει και η εσωτερική ψυχική ξεκούραση συνέχεια και νιώθει κανείς την πραγματική χαρά. Να αξιοποιείτε την καρδιά σας, να μην τη σπαταλάτε.» (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Α΄ σ.191)

 Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αναλίσκεται σε υλικά πράγματα και να προσκολλάται η καρδιά του σ’ αυτά, αλλά ει δυνατόν να ξοδεύει την καρδιά του μόνο για το Θεό (Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος σου… είπε ο Θεός). Και αυτό αφορά είτε τις χαρές είτε τις λύπες που μας περιστοιχίζουν και μας καταβροχθίζουν.

 Όσο μεγάλη χαρά και να έχεις για κάτι δεν μπορεί αυτό να σε διαπεράσει, αν δεν έχει πνευματική χροιά και υπόσταση και συμφέρον. Διαφορετικά έχεις διαποτιστεί από το υλικό φρόνημα.

Άλλη περίπτωση είναι όταν αμαρτάνει κανείς και δε μετανοεί ολοκληρωτικά, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να λειτουργεί σωστά η συνείδησή του. Πολύ περισσότερο όταν κάνει αμαρτήματα εκ προθέσεως και εκ προμελέτης. Μπορεί λοιπόν να υπάρξουν και καθαρά πνευματικοί παράγοντες άγχους. Θέλεις –ας πούμε- να είσαι συνεπής με το θέλημα του Θεού, αλλά θεωρείς ότι δύσκολα τα βγάζεις πέρα και αναγκάζεσαι να κάνεις οικογενειακό προγραμματισμό, όπως οι κοσμικοί! Θέλεις να είσαι καλός χριστιανός, αλλά κλέβεις – «όπως όλοι» λες – στις επαγγελματικές δοσοληψίες με αποτέλεσμα όμως αυτό να σου δημιουργεί ανασφάλεια και άγχος. Διότι όσο και αν συμβιβαστεί κανείς με τη συνείδησή του, δεν παύει να νιώθει ότι έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημα του Θεού.

 Με πολύ όμορφο πραγματικά τρόπο ο γέροντας Παΐσιος μιλάει για τα λεγόμενα απωθημένα της συνείδησης (με τη χαριτωμένη έκφραση «καπακωμένη συνείδηση»!) και μάλιστα τα απωθημένα στην πνευματική ζωή, όταν δεν έχουν σβηστεί από τη χάρη της εξομολόγησης.

 «Αν βλέπεις ότι δεν έχεις γαλήνη, αλλά στεναχώρια, να ξέρεις ότι υπάρχει μέσα σου κάτι ατακτοποίητο και πρέπει να το βρεις, για να το διορθώσεις. Κάνεις ας υποθέσουμε ένα σφάλμα, στεναχωριέσαι, αλλά δεν το εξομολογείσαι. Σου συμβαίνει μετά ένα ευχάριστο γεγονός και νιώθεις χαρά. Αυτή η χαρά σκεπάζει τη στεναχώρια για το σφάλμα σου και σιγά-σιγά το ξεχνάς, δεν το βλέπεις επειδή καπακώθηκε από τη χαρά. Αλλά εκείνο εσωτερικά δουλεύει…» (Γ.Π., Λόγοι Γ΄ σ.128)

 Και πιο κάτω λέει ο γέροντας πως δημιουργείται μια λανθασμένη συνείδηση. Όταν ο άνθρωπος αναπαύει το λογισμό του και δικαιολογεί τα σφάλματά του, λόγω του ότι έχει εγωισμό. Ενώ όταν δεν έχει εμπιστοσύνη στο λογισμό του και ρωτάει τον πνευματικό, τότε βρίσκει θεϊκή παρηγοριά. Επίσης, όταν λειτουργεί χρησιμοποιώντας το ψέμα, τότε σκαρτίζει τη συνείδησή του και δε βρίσκει ανάπαυση. Ενώ η ορθή συνείδηση, όταν ο άνθρωπος είναι τακτοποιημένος ενώπιον του Θεού, μας πληροφορεί σωστά.

 Είναι δυνατόν όμως το άγχος αυτό να οφείλεται και σε άλλους πνευματικούς παράγοντες όπως άγνοια ή παρεξήγηση της πνευματικής ζωής. Για παράδειγμα όταν ένας χριστιανός αγωνίζεται να είναι καλός και συνεπής στα καθήκοντά του και ξεχάσει ότι η σωτηρία μας έχει δοθεί δωρεάν από το Χριστό και δεν εξαρτάται από τα δικά μας έργα (πρβ. Ρωμ. 3, 28)! [...]

Άλλες πνευματικές περιπτώσεις άγχους

 Όταν σε συκοφαντούν ή σε αδικούν και εσύ αδημονείς να απολογηθείς, να αποκατασταθείς, να απαντήσεις, να εκδικηθείς καμιά φορά, τότε είσαι γεμάτος άγχος και ταραχή. Πρόκειται φυσικά για παθολογική κατάσταση στην οποία ασφαλώς έχει μερίδιο και ο πονηρός που σπρώχνει προς τα εκεί που φυσάει ο ούριος άνεμος, για να καταποντίσει το πλοίο! Όλα αυτά όμως δεν αρμόζουν σε χριστιανό όπως τονίζει ο Μέγας Μακάριος. Όταν όμως σκεφτείς όπως σου ζητάει ο Χριστός, με μακροθυμία, με συγχωρητικότητα, με αγάπη, τότε δεν έχεις τίποτε από όλα αυτά, αντίθετα παίρνεις ουράνιο μισθό και στο τέλος παίρνεις και μια άρρητη χαρά και ικανοποίηση από την ευλογία του Θεού, από τα δώρα του Αγίου Πνεύματος.

 Δεν πρέπει έπειτα να παραβαίνουμε οποιαδήποτε εντολή του Θεού, διότι αυτό μας δημιουργεί εύλογα μια εσωτερική πνευματική σύγκρουση με τη συνείδησή μας και αυξάνει το άγχος.

 Λέει ο αββάς Ισίδωρος ότι το φοβερότερο από τα πάθη είναι το να ακολουθεί κανείς την καρδιά του. Αυτό στην αρχή μεν δείχνει ότι αναπαύει κάπως τον άνθρωπο, ύστερα όμως τον οδηγεί στην κατάθλιψη, επειδή αγνόησε το έργο της θείας οικονομίας και το δρόμο του Θεού για να τον ακολουθήσει (Μικρός Ευεργετινός σ.113).. Αντιμετώπιση θα είναι η πιστή εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Επίσης η τυπική αυτοεξέταση με βάση το θείο νόμο και η εξαγόρευση όλων των αμαρτιών μας. Όποια καθυστέρηση δημιουργείται είναι φυσικό να μας ενισχύει το άγχος και μπορεί να μας οδηγήσει ακόμη και σε μελαγχολία και απογοήτευση.

Η υπερηφάνεια μπορεί να μας γεμίσει με άγχος αφού μπαίνουμε σε έναν αγώνα υπερίσχυσης και διάκρισης (εκ του πονηρού) σε σχέση με τους άλλους. Να γίνουμε αρεστοί και δακτυλοδεικτούμενοι. Από την άλλη πληγωνόμαστε εύκολα από τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις, ακόμη και όταν απλώς διαφωνεί κάποιος μαζί μας.

 Η ταπείνωση όμως μας απαλλάσσει από το άγχος σε οποιαδήποτε περίπτωση. Μας διαβεβαιώνει ρητά ο Χριστός: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Το λέει ξεκάθαρα ότι θα βρείτε ανάπαυση και ηρεμία στην ψυχή σας.

 Άλλη μια περίπτωση που μπορεί να σε γεμίζει άγχος και ταραχή είναι ο φανατισμός. Ο φανατικός δε φτάνει ποτέ στην ειρήνη του νου και στη χαρά λέει ο αββάς Ισαάκ (Μικρός Ευεργετινός σ.215). Ο φανατισμός είναι ασθένεια της ψυχής που οφείλεται στην πολλή άγνοια. Και καταλήγει: «Αν επιθυμείς να θεραπεύσεις τους αρρώστους, μάθε πως έχουν ανάγκη από ευσπλαχνία και φροντίδα και όχι από επιτίμηση».

 Και ο αββάς Κασσιανός (Μικρός Ευεργετινός σ.319) παρατηρεί ότι το φοβερό πνεύμα της λύπης όταν κυριεύσει την ψυχή του ανθρώπου (ίσως και μέσα από μια υπερβολική αγχώδη κατάσταση όταν την αφήσουμε ανεξέλεγκτη) την εμποδίζει από κάθε αγαθή εργασία, από την προσευχή, από τα ιερά αναγνώσματα. Τέλος προκαλεί σύγχυση, παράλυση και απελπισία.

 Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το πνευματικό άγχος, ταραχή και κατάθλιψη δεν είναι απλώς πιο έντονες συναισθηματικές ψυχολογικές διαταραχές, έστω κι αν εκδηλώνονται με τον ίδιο τρόπο (αφού ο νους είναι ο οφθαλμός της ψυχής), αλλά σκοτισμός της ψυχής και απομάκρυνση από το Θεό. […]

Επίλογος

 Δυστυχώς η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την ανισόρροπη ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, σε βάρος της πνευματικής καλλιέργειας του ατόμου. Διότι «πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία και ου σοφία φαίνεται» κατά τον Πλάτωνα. Όπως είπε χαρακτηριστικά ένας διανοούμενος καθηγητής του περασμένου αιώνα, οι περασμένες γενιές χαρακτηρίστηκαν από την εμφάνιση ιδεολόγων άθεων, με ζωή όμως και αρχές που θα ζήλευε και ένας καλός χριστιανός! Σήμερα κινδυνεύει τόσο η κοινωνία όσο και η εκκλησία μας, από «χριστιανούς» στην ταυτότητα αλλά υλιστές στο φρόνημα, αφού πιστεύουν στα λόγια (χριστιανοί κατ’ όνομα!), αλλά η ζωή και οι πράξεις των διαποτίζονται από το μοντέρνο πνεύμα του καταναλωτισμού, του ατομισμού και της επίδειξης που δεν είναι τίποτε άλλο από έναν άκρατο υλισμό.

Για τον αληθινό πνευματικό άνθρωπο, η ελπίδα και πίστη στην αιώνια ζωή του δίνουν περιθώρια να αξιολογεί ως δευτερεύοντα τις ψευτοανέσεις και τον υπερκαταναλωτισμό της εποχής μας, άρα να έχει λιγότερη ανησυχία για τα καθημερινά. Του δίνουν την άνεση να αντικαθιστά τη μοντέρνα ανασφάλεια με την αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης στη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, άρα να έχει περισσότερη ηρεμία.

 Για τους άλλους; Τι σχέση μπορεί να έχει το καθημερινό άγχος με τις γενικότερες υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου; Από τη μια έχουμε την ψυχολογία και από την άλλη έχουμε την πνευματική ζωή… Μήπως συχνά ο άνθρωπος επιλέγει να είναι πάντοτε απασχολημένος και αγχωμένος από εξωτερικές αιτίες, για να αποφύγει τις εσωτερικές συγκρούσεις και προβληματισμούς; Είναι πιθανό. Μήπως τότε και η ευτυχία του αλλά και η ηρεμία του μοιάζουν με την καραμέλα που δίνει κάποιος σε ένα ορφανό παιδί, σαν ψεύτικη παρηγοριά, αντί να το υποστηρίξει συναισθηματικά με δυο καλές κουβέντες;

 Πάντως τα αδιέξοδα στο παράλογο άγχος δε βρίσκονται μπροστά μας αλλά στο μυαλό μας. Η διέξοδος θα είναι να συζητάμε περισσότερο με τον εαυτό μας και με ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν, με τον πνευματικό μας. Να κοιταζόμαστε πιο συχνά στον καθρέφτη που είναι ο λόγος του Θεού.

 Τι είμαστε άραγε; Ένα παραγωγικό ρομπότ που βγάζει χρήματα ή ένας άνθρωπος τον οποίο ήρθε να συναντήσει και να λυτρώσει ο ίδιος ο Θεός; Αυτός «όταν έρθει και κατοικήσει σε όλο το χώρο της ψυχής μας ο Χριστός, τότε φεύγουν όλα τα προβλήματα, όλες οι πλάνες, όλες οι στεναχώριες. Τότε φεύγει και η αμαρτία» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο γέροντα Πορφύριο σ.391).

 *Από το περιοδικό “Η Δράση μας” Χριστιανική Φοιτητική Δράση

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Παρασκευή, 03 Ιανουάριος 2014 22:00  agiosmgefiras.blogspot.gr/
  

Του Αγίου Σιλουανού Αθωνίτου

«Είναι μεγάλο το αγαθό το να παραδινόμαστε στο θέλημα του Θεού. Τότε στην ψυχή είναι Μόνος ο Κύριος και δεν έρχεται καμιά ξένη σκέψη.

 Η ψυχή προσεύχεται με καθαρό νου και αισθάνεται την αγάπη του Θεού, έστω κι αν υποφέρει σωματικά. Όταν η ψυχή παραδοθεί ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, τότε ο Ίδιος ο Κύριος αρχίζει να καθοδηγεί και η ψυχή διδάσκεται απευθείας από τον Θεό, ενώ προηγουμένως την οδηγούσαν οι δάσκαλοι και η Γραφή.

 Αλλά το να είναι Δάσκαλος της ψυχής ο Ίδιος ο Κύριος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι σπάνιο και λίγοι γνωρίζουν αυτό το μυστήριο, μόνο όσοι ζουν κατά το θέλημα του Θεού.

O υπερήφανος δεν αναζητεί το θέλημα του Θεού, αλλά προτιμά να κατευθύνει ο ίδιος τη ζωή του. Και δεν καταλαβαίνει πως, χωρίς τον Θεό, δεν επαρκεί το λογικό του ανθρώπου για να τον καθοδηγεί. Κι εγώ, όταν ζούσα στον κόσμο προτού να γνωρίσω τον Κύριο και το Άγιο Πνεύμα, στηριζόμουν στο λογικό μου. Όταν όμως γνώρισα με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, παραδόθηκε η ψυχή μου στον Θεό και δέχομαι οτιδήποτε θλιβερό μου συμβεί και λέω: «O Κύριος με βλέπει… Τι να φοβηθώ;» Προηγουμένως όμως δεν μπορούσα να ζω κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πώς μπορείς να ξέρεις αν ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού; Να η ένδειξη: Αν στεναχωριέσαι για κάτι, αυτό σημαίνει πως δεν παραδόθηκες τελείως στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν σου φαίνεται πως ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

 Όποιος ζει κατά το θέλημα του Θεού, αυτός δεν μεριμνά για τίποτα. Κι αν κάτι του χρειάζεται, παραδίνει τον εαυτό του και την ανάγκη του στον Θεό. Κι αν πάρει ό,τι θέλει, μένει ήρεμος σαν να το είχε. Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού δεν φοβάται τίποτα: ούτε θύελλες, ούτε ληστές, ούτε τίποτα άλλο. Ό,τι κι αν έλθει λέει: «Έτσι ευδοκεί ο Θεός», και έτσι διατηρείται η ειρήνη στην ψυχή και στο σώμα.

Το καλύτερο έργο είναι να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού και να βαστάζουμε τις θλίψεις με ελπίδα. O Κύριος βλέποντας τις θλίψεις μας δεν θα επιτρέψει ποτέ κάτι που να ξεπερνά τις δυνάμεις μας. Αν οι θλίψεις μας φαίνονται υπερβολικές, αυτό σημαίνει πως δεν έχουμε παραδοθεί στο θέλημα του Θεού.

 Η ψυχή παραδόθηκε για κάθε πράγμα στο θέλημα του Θεού και αναπαύεται κοντά Του. Διότι γνωρίζει από την πείρα και την Αγία Γραφή πως ο Κύριος μας αγαπά πολύ και επαγρυπνεί στις ψυχές μας, ζωοποιώντας το σύμπαν με τη χάρη Του μέσα σε ειρήνη και αγάπη. Όποιος έχει παραδοθεί στο θέλημα του Θεού, δεν στενοχωριέται για τίποτα, έστω κι αν είναι άρρωστος και φτωχός και κατατρεγμένος. Γνωρίζει η ψυχή πως ο Κύριος προνοεί σπλαχνικά για μας. Μαρτυρεί για τα έργα του Θεού το Άγιο Πνεύμα, το Oποίο γνωρίζει η ψυχή.

 Oι υπερήφανοι και ανυπότακτοι όμως δεν παραδίνονται στο θέλημα του Θεού, επειδή αγαπούν να ακολουθούν το δικό τους θέλημα, πράγμα πολύ επιβλαβές για την ψυχή».